- ἀποκρεμαστός
- ἀπο-κρεμαστός, ή, όν,A hanging from a thing, Epigr. ap. Philostr.Her.19.17 (tm.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκρεμαστός — ἀποκρεμαστός, ή, όν (Α) αυτός που κρέμεται προς τα κάτω … Dictionary of Greek